ἀντιπροσεῖπον

Revision as of 16:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A v. ἀντιπροσαγορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροσεῖπον: ἴδε τὸ ρῆμα ἀντιπροσαγορεύω.

Spanish (DGE)

v. ἀντιπροσαγορεύω.

Greek Monotonic

ἀντιπροσεῖπον: χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἀντιπροσαγορεύω, σε Θεόφρ.· Παθ. αόρ. αʹ ἀντι-προσερρήθην, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀντιπροσαγορεύω
serving as aor2 to ἀντιπροσαγορεύω, Theophr.: aor1 pass. ἀντιπροσερρήθην, Xen.