ἀπόνιμμα

Revision as of 16:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπονιπτω)

   A = ἀπόνιπτρον, Plu.Sull.36: esp. water for purifying the dead or the unclean, Clidem.(or Anticlid.)ap. Ath.9.409f, cf. 410a.

German (Pape)

[Seite 316] τό, Waschwasser, Plut. Syll. 36, nach Ath. IX, 409 f bes. ἐπὶ τῶν εἰς τιμὴν τοῖς νεκροῖς γενομένων καὶ ἐπὶ τῶν τοὺς ἐναγεῖς καθαιρόντων, also eine Art Weihwasser.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνιμμα: τό, (ἀπονίπτω) = ἀπόνιπτρον, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως ὕδωρ πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
eau qui a servi à se laver.
Étymologie: ἀπονίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 agua lustral para purificaciones y rituales de iniciación, Anon.Hist.FGH 356, en ritos funerarios ὑμῖν ἀπόνιμμα οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις Clidem.14 (= Lyr.Iamb.Adesp.25a), cf. Ath.409f.
2 agua de haberse lavado como remedio curativo, Gal.14.471, sin otra connotación, Plu.Sull.36, τὸ ἀ. τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Ath.409f.

Greek Monolingual

κ. -νιψίδι, το (Α ἀπόνιμμα)
νεοελλ.
το νερό με το οποίο πλύθηκε κάποιος ή κάτι
αρχ.
νερό για τον καθαρισμό των χεριών.

Greek Monotonic

ἀπόνιμμα: -ατος, τό, = ἀπόνιπτρον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόνιμμα: ατος τό вода для омовения Plut.

Middle Liddell

= ἀπόνιπτρον, Plut.] [from ἀπονίζω