ἀρτίδακρυς

Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

υ,

   A ready to weep, E.Med.903, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 362] (δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίδακρυς: υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ ἀρίδακρυς (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
qui vient de pleurer ou prêt à pleurer.
Étymologie: ἄρτι, δάκρυ.

Spanish (DGE)



• Prosodia: [-ῐ-]
que está a punto de llorar A.Fr.415b, ἀ. εἰμι καὶ φόβου πλέα E.Med.903, cf. Luc.Lex.4.

Greek Monolingual

ἀρτίδακρυς, -υ (Α)
αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)].

Greek Monotonic

ἀρτίδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που μόλις δάκρυσε, έτοιμος να δακρύσει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίδακρυς: 2, gen. υος только что плакавший или готовый заплакать Eur., Luc.

Middle Liddell

δάκρυ
just weeping, ready to weep, Eur.