βαρυδαίμων

Revision as of 17:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A pressed by a heavy fate, luckless, πόλις Alc.37 A, cf. E.Alc.865, Ar.Ec. 1102, Cat.Cod.Astr.2.162.30.

German (Pape)

[Seite 433] ονος, mit schwerem Geschick belastet, unglücklich, ψυχή Eur. Alc. 865; Troad. 112; Ar. Eccl. 1102 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠδαίμων: -ον, γεν. -ονος, = βαρυνόμενος ὑπὸ σκληρᾶς μοίρας, κακότυχος, Ἀλκαῖ. 5, Εὐρ. Ἀλκ. 866, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1102.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont le sort pèse lourdement, malheureux, infortuné.
Étymologie: βαρύς, δαίμων.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠδαίμων) -ον

• Morfología: [gen. -νος]
1 que tiene pesada suerte, desdichado πόλις Alc.348.2, de pers., E.Alc.865, Ar.Ec.1102, Diotim.SHell.394.3, Eudoc.Cypr.1.172, Aesop.78.1
subst. ὁ β. infeliz Hld.2.25.4.
2 opresivo ἄρθρων κλίσις E.Tr.112.

Greek Monolingual

βαρυδαίμων, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά μοίρα, βαριόμοιρος, κακότυχος.

Greek Monotonic

βᾰρῠδαίμων: -ον, γεν. -ονος, βαριόμοιρος, άτυχος, κακότυχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυδαίμων: gen. ονος злополучный, несчастный Eur., Arph., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυδαίμων -ον, gen. -ονος βαρύς, δαίμων zwaar ongelukkig.