γύπη

Revision as of 20:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A vulture's nest, Hsch.; κοίλωμα γῆς, θαλάμη, γωνία, Id.

German (Pape)

[Seite 512] ἡ, Geiernest, übh. Höhle, Raubnest, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

γύπη: ἡ, (γὺψ) φωλεὸς γυπῶν, ὀπή, Ἡσύχ., πρβλ. κύπη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nid de vautour.
Étymologie: γύψ.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [-ῡ-]
cavidad, cueva κέκρυπται γύπῃ ζάγκλον ὑποχθονίῃ Call.Fr.43.71, cf. Hsch.
buitrera Hsch.

• Etimología: Algunos lo rel. ags. cofa, al. Koben ‘pocilga’ y otros c. γύψ. Quizá simplemente procedan ambas de *geH- ‘curvo’ c. un suf. -π-.

Greek Monolingual

γύπη, η (Α)
η γυποφωλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. γύπη συνδέεται, κατά πολλούς παρετυμολογικά, με τον τ. γυψ (πρβλ. αγγλοσαξ. cofa, koben)].

Greek Monotonic

γύπη: [ῡ], ἡ (γύψ), η φωλιά του γύπα· η οπή.

Middle Liddell

[γύψ]
a vulture's nest: a hole.