διεκδύομαι

Revision as of 21:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

aor. διεξέδυν (but διεκδύσαι· ἀποδρᾶσαι, Hsch.),

   A slip out through, Hp.Morb.Sacr.7; δ. τὸν ὄχλον Plu.Tim.10: abs., prob. in Id.Pel.17.

Greek (Liddell-Scott)

διεκδύομαι: ἀόρ. διεξέδυν· - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52· δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.

Spanish (DGE)

huir εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471.

Greek Monotonic

διεκδύομαι: αόρ. βʹ διεξέδυν, ξεγλιστρώ ανάμεσα, με αιτ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

aor2 διεξέδυν
to slip out through, c. acc., Plut.