ξεγλιστρώ
From LSJ
και -άω (Μ ξεγλιστρῶ και ἐξεγγλιστρῶ και ἐξεγλιστρῶ)
1. διολισθαίνω, γλιστρώ
2. κατορθώνω να διαφύγω ή να απαλλαγώ από δυσχερή ή δυσάρεστη κατάσταση, ξεφεύγω από κάποιον ή από κάτι, υπεκφεύγω («ό,τι και να του πω πάντα κατορθώνει να ξεγλιστρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + γλιστρῶ].