Διθυραμβογενής

Revision as of 21:02, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A v. διθύραμβος 11.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.

Greek Monotonic

Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

Δῑθῠραμβο-γενής, οῦ, n γίγνομαι
Bacchus-born, Anth.