δοριθήρατος

Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A hunted and taken by the spear, E.Hec.103 (anap.), Tr.574 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 658] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.

Greek (Liddell-Scott)

δορῐθήρατος: -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, θηράομαι.

Spanish (DGE)

(δορῐθήρᾱτος) -ον
capturado por las armas, de pers. hecho prisionero por las armas δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.Hec.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.Tr.574.

Greek Monolingual

δοριθήρατος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο.

Greek Monotonic

δορῐθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δοριθήρᾱτος: Eur. = δοριάλωτος.

Middle Liddell

δορῐ-θήρᾱτος, ον adj θηράω
taken by the spear, Eur.