δύσαρκτος

Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A hard to govern, φρένες A.Ch.1024; στρατόπεδα J.AJ4.2.1; οὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον Plu.Luc.2; ἔθνος -ότατον App.BC2.149.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beherrschen; Aesch. Ch. 1020; im compar., Plut. Lucull. 2 u. öfter; superl., App. B. C. 2, 149.

Greek (Liddell-Scott)

δύσαρκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de dominar φρένες A.Ch.1024, cf. Fr.281a.33, ἔθνος δυσαρκτότατον App.BC 2.149, στρατόπεδα I.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.

Greek Monolingual

δύσαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται («φρένες δύσαρκτοι»).

Greek Monotonic

δύσαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δύσαρκτος: с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).

Middle Liddell

δύσ-αρκτος, ον ἄρχω
hard to govern, Aesch., Plut.