διαψιθυρίζω

Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10.    II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.

German (Pape)

[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.

French (Bailly abrégé)

murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.

Spanish (DGE)

murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.

Greek Monolingual

διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.

Greek Monotonic

διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαψῐθῠρίζω: перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Middle Liddell

fut. σω,
to whisper among themselves, Luc.