ἐπαποθνήσκω

Revision as of 22:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A die after another, τινί Pl.Smp.180a, 208d, J.BJ5.12.3; ἐ. λόγοις die while yet speaking, Id.AJ13.11.3: abs., Plu.Aem.35.

German (Pape)

[Seite 904] (s. θνήσκω), dabei, hernach sterben, ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι, nach dem Gestorbenen sterben, Plat. Conv. 180 a 208 d; Ath. XIII, 602 d; absolut, nachher sterben, Plut. Aem. P. 35; τῇ νίκῃ, beim Siege, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποθνήσκω: ἀποθνήσκω μετά τινα, τινὶ Πλάτ. Συμπ. 208D, πρβλ. 180Α· ἐπαποθνήσκει τοῖς λόγοις, ἀπονθήσκει ἐνῷ ἔτι ὡμίλει, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 11, 3· ἀπόλ., Πλουτ. Αἰμίλ. 35.

Greek Monolingual

ἐπαποθνήσκω (Α)
1. πεθαίνω μετά τον θάνατο κάποιου («οὐ μόνον ὑπεραποθανεῑν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῑν τετελευτηκότι», Πλάτ.)
2. πεθαίνω ενώ κάνω κάτι
3. απόλ. πεθαίνω.

Middle Liddell

fut. -θᾰνοῦμαι
to die after, τινί Plat.