ἐπιπλαταγέω

Revision as of 22:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A appland by clapping, τινί Theoc.9.22; χεῖρας Epic. Alex.Adesp.2.72.

German (Pape)

[Seite 970] zuklatschen, Theocr. 9, 22; Schol. τὰς χεῖρας συγκροτεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλᾰτᾰγέω: ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω κροτῶν τὰς χεῖρας, μετὰ δοτ. τοῖς μὲν ἐπεπλατάγησα, «ἤγουν ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις τὰς χεῖρας συνεκρότησα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 9. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
applaudir bruyamment.
Étymologie: ἐπί, πλαταγέω.

Greek Monotonic

ἐπιπλᾰτᾰγέω: μέλ. -ήσω, επικροτώ, επιδοκιμάζω χτυπώντας τα χέρια, τινί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλᾰτᾰγέω: шумно хлопать, аплодировать (τοῖς ἐπεπλατάγησα Theocr.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to applaud loudly, τινί Theocr.