θεόκλυτος

Revision as of 23:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A calling on the gods, θ. λιταί A. Th.143 (lyr.).    II Pass., heard by God, expl. of Ishmael, J.AJ1.10.4.

German (Pape)

[Seite 1196] Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκλῠτος: -ον, ἐπικαλούμενος τοὺς θεούς, θ. λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 143. 2) ὁ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἰώσηπ. 1. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui implore les dieux.
Étymologie: θεός, κλύω.

Greek Monolingual

θεόκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς
2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό
3. αυτός που έχει θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά-κλυτος, ονομά-κλυτος].

Greek Monotonic

θεόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεόκλῠτος: воссылаемый к богам, обращенный к божеству (λιταί Aesch.).

Middle Liddell

θεό-κλῠτος, ον κλύω
calling on the gods, Aesch.