προσόμουρος

Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον, Ion. for Προσόμορος,

   A adjacent, τισι Hdt.4.173.

German (Pape)

[Seite 774] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.

Greek (Liddell-Scott)

προσόμουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ πρόσουρος, γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
limitrophe.
Étymologie: ion. c. *προσόμορος, de πρός, ὅμορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμουρος, ιων. τ. του ὅμορος «γειτονικός»].

Greek Monotonic

προσόμουρος: -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός, παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσόμουρος -ον [πρός, ὅμορος] Ion., aangrenzend.

Middle Liddell

προσ-όμουρος, ον, [ionic for προσόμορος (which does not occur)]
adjoining, adjacent, τινί Hdt.