συναντιάζω

Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A = συναντάω, τινι S.OT804.

German (Pape)

[Seite 1001] = συναντάω, τινί, Soph. O. R. 804.

Greek (Liddell-Scott)

συναντιάζω: συναντάω, ἐνταῦθά μοι κήρυξ τε κἀπὶ πωλικῆς ἀνὴρ ἀπήνης ἐμβεβώς... ξυνηντίαζον Σοφοκλ. Ο. Τ. 804.

French (Bailly abrégé)

c. συναντάω.

Greek Monolingual

Α
συναντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συναντῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].

Greek Monotonic

συναντιάζω: = συναντάω, τινί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συναντιάζω: встречаться, попадаться навстречу (τινί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναντιάζω, Att. ξυναντιάζω, zie συναντάω.

Middle Liddell

= συναντάω, τινί, Soph.]