συναντώ
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
συναντῶ, -άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν
1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τον συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῖ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.)
2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε κάτι («συνάντησε μεγάλες δυσκολίες»)
νεοελλ.
(αθλ.) συναγωνίζομαι («οι δύο πρωταθλητές θα συναντηθούν ξανά στους επόμενους αγώνες»)
μσν.-αρχ.
πηγαίνω να ανταμώσω κάποιον
αρχ.
1. αντιπαρατάσσομαι σε μάχη, συγκρούομαι με κάποιον
2. (για συμφορά ή κίνδυνο) συμβαίνω
3. (σχετικά με ανάγκη ή επιθυμία προσ.) προλαμβάνω ή ικανοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντάω «έρχομαι εναντίον κάποιου, συναντώ»].