συνδοκιμάζω

Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A examine along with or together, Pl.Tht.197b, Isoc. 2.29; εἴτε... εἴτε . . Pl.Ti.20d.    2 approve, γνώμην J.AJ20.2.2; τὰ τοπικὰ τῶν βοηθημάτων Sor.2.15.

German (Pape)

[Seite 1009] mit oder zugleich prüfen, Plat. Theaet. 197 b Tim. 20 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδοκῐμάζω: ἐξετάζω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεξετάζω, ὃ δοκεῖ ἀκούσας συνδοκίμαζε Πλάτ. Θεαίτ. 197Β, Ἰσοκρ. 20C· ὃν λόγον καὶ νῦν λέγει ἵνα ξυνδοκιμάσῃ πρὸς τὴν ἐπίταξιν εἴτ’ ἐπιτήδειος εἴτ’ ἀνεπιτήδειός ἐστιν Πλάτ. Τίμ. 20D.

French (Bailly abrégé)

examiner avec ou en même temps, avec περί τινος.
Étymologie: σύν, δοκιμάζω.

Greek Monotonic

συνδοκῐμάζω: μέλ. -σω, εξετάζω μαζί, συνεξετάζω.

Russian (Dvoretsky)

συνδοκῐμάζω: одновременно или вместе проверять, исследовать, испытывать Isocr., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δοκιμάζω mede of samen (met...) onderzoeken, met elkaar onderzoeken.

Middle Liddell

fut. σω
to examine together, Isocr.