συνδοκιμάζω

English (LSJ)

A examine along with or together, Pl.Tht.197b, Isoc. 2.29; εἴτε... εἴτε.. Pl.Ti.20d.
2 approve, γνώμην J.AJ20.2.2; τὰ τοπικὰ τῶν βοηθημάτων Sor.2.15.

German (Pape)

[Seite 1009] mit oder zugleich prüfen, Plat. Theaet. 197 b Tim. 20 d.

French (Bailly abrégé)

examiner avec ou en même temps, avec περί τινος.
Étymologie: σύν, δοκιμάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δοκιμάζω mede of samen (met...) onderzoeken, met elkaar onderzoeken.

Russian (Dvoretsky)

συνδοκῐμάζω: одновременно или вместе проверять, исследовать, испытывать Isocr., Plat.

Greek Monotonic

συνδοκῐμάζω: μέλ. -σω, εξετάζω μαζί, συνεξετάζω.

Greek (Liddell-Scott)

συνδοκῐμάζω: ἐξετάζω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεξετάζω, ὃ δοκεῖ ἀκούσας συνδοκίμαζε Πλάτ. Θεαίτ. 197Β, Ἰσοκρ. 20C· ὃν λόγον καὶ νῦν λέγει ἵνα ξυνδοκιμάσῃ πρὸς τὴν ἐπίταξιν εἴτ’ ἐπιτήδειος εἴτ’ ἀνεπιτήδειός ἐστιν Πλάτ. Τίμ. 20D.

Middle Liddell

fut. σω
to examine together, Isocr.