συνεξετάζω

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξετάζω Medium diacritics: συνεξετάζω Low diacritics: συνεξετάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: synexetázō Transliteration B: synexetazō Transliteration C: syneksetazo Beta Code: suneceta/zw

English (LSJ)

search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.

French (Bailly abrégé)

I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξετάζω act. samen grondig onderzoeken. Plat. Lg. 900d. med.-pass. er blijk van geven samen te zijn met, duidelijk blijken te horen bij, met μετά + gen.: τοὺς συνεξεταζομένους μετὰ τούτου degenen die er duidelijk blijk van geven tot dezelfde groep te behoren als deze man, d.w.z. de partijgenoten van deze man Dem. 21.127.

German (Pape)

mit, zugleich ausforschen, prüfen, Plat. Legg. X.900d.
Pass. συνεξετάζεσθαί τινι, sich mit Einem versuchen, messen, mit ihm die Probe bestchen; es mit Einem halten, τοὺς συνεξεταζομένους μετὰ τούτου, Dem. 21.127; συμπαραγγέλλειν καὶ συνεξετάζεσθαι, Plut. Crass. 7; συνεξετάζεσθαί σοι ἕτοιμος ἐπὶ τῆς δίκης, Luc. imag. 15; νεανίαις, mit den Jünglingen wetteifern, Alciphr. 3.54.

Russian (Dvoretsky)

συνεξετάζω:
1 совместно разыскивать, вместе разбирать Plat.: συνεξετάζεσθαί τινι ἐπὶ τῆς δίκης Luc. судиться с кем-л.;
2 pass. быть причисляемым: οἱ συνεξεταζόμενοί τινι или μετά τινος Dem. чьи-л. приверженцы.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

συνεξετάζω: μέλ. -σω, διερευνώ ή εξετάζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ή τινι, πολιτική φατρία του, μέλη της πολιτικής του παράταξης, οπαδοί του, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.

Middle Liddell

fut. σω
to search out and examine along with or together, Plat.:—Pass., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, Dem.