τερμόνιος

Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

α, ον,

   A at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.

Greek (Liddell-Scott)

τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est à l’extrémité.
Étymologie: τέρμων.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

τερμόνιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της γης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τερμόνιος: находящийся на краю света, отдаленнейший (πάγος Aesch.).

Middle Liddell

τερμόνιος, η, ον
at the world's end, Aesch. [from τέρμων