τερμόνιος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
α, ον, at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est à l'extrémité.
Étymologie: τέρμων.
Russian (Dvoretsky)
τερμόνιος: находящийся на краю света, отдаленнейший (πάγος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
τερμόνιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τέλος της γης, σε Αισχύλ.