ταυροπάτωρ

Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A sprung from a bull, of bees, Theoc. Syrinx 3.

German (Pape)

[Seite 1074] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροπάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui a pour père un taureau.
Étymologie: ταῦρος, πατήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ό, ἡ, Α
(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατρο-πάτωρ.

Greek Monotonic

ταυροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροπάτωρ: ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.

Middle Liddell

τᾰυρο-πάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, πατήρ
sprung from a bull, of bees, Theocr.