τραπεζιτεύω

Revision as of 01:54, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A to be engaged in banking, D.36.29, 45.32, BCH36.210 (Delos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1134] ein τραπεζίτης sein, Dem. 36, 29 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζῑτεύω: ἀσχολοῦμαι εἰς τραπεζιτικὰς ἐργασίας, Δημ. 935. 15, πρβλ. 1111. 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.

French (Bailly abrégé)

être changeur ou banquier.
Étymologie: τραπεζίτης.

Greek Monolingual

Α τραπεζίτης
ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης.

Greek Monotonic

τρᾰπεζῑτεύω: μέλ. τραπεζιτεύσω, ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζῑτεύω: заниматься меняльным делом Dem.

Middle Liddell

τρᾰπεζῑτεύω, fut. -σω
to be engaged in banking, Dem.