φυλλόκομος

Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A thick-leaved, μῖλαξ Ar.Av.215 (anap.); μελία ib.742 (lyr.)

German (Pape)

[Seite 1315] mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλόκομος: -ον, πυκνόφυλλος, σμῖλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 215· μελία αὐτόθι 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la chevelure de feuillage.
Étymologie: φύλλον, κόμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό-κομος, χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

φυλλόκομος: -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φυλλόκομος: покрытый листьями, густолиственный (σμῖλαξ Arph.).

Middle Liddell

φυλλό-κομος, ον, κόμη
thick-leaved, Ar.