φύστις

Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

f.l. in A.Pers.926 (anap., leg. πάνυ ταρφύς τις, for πάνυ γὰρ φύστις).

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, poet. statt φύσις 3, Nachkommenschaft, Geschlecht, Aesch. Pers. 890.

Greek (Liddell-Scott)

φύστις: -εως, ἡ, (φύω) ἀμφίβ. τύπος τοῦ φύσις IV, γενεά, ἀπόγονοι, Αἰσχύλου Πέρσ. 926˙ ἀλλ’ ὁ Franz ἀναγινώσκει πάνυ ταρφύς τις, ἀντὶ πάνυ γὰρ φύστις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
postérité, race.
Étymologie: φύω.

Greek Monotonic

φύστις: -εως, ἡ (φύω), απόγονοι, γενιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φύστις: εως ἡ потомство, род (Aesch. - v. l. ταρφύς).

Middle Liddell

φύστις, εως, [φύω]
a progeny, race, Aesch.