ταρφύς

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρφύς Medium diacritics: ταρφύς Low diacritics: ταρφύς Capitals: ΤΑΡΦΥΣ
Transliteration A: tarphýs Transliteration B: tarphys Transliteration C: tarfys Beta Code: tarfu/s

English (LSJ)

ταρφεῖα, ταρφύ, fem. ταρφύς A.Th.535, prob. in Pers.926 (lyr.):—thick, close, θρίξ A.Th.l.c.; ταρφέος ἐχέτλης Orac. ap. Luc.JTr. 31: Hom. only uses the pl., ταρφέες ἰοί Il.11.387, Od.22.246; ταρφέας ἰούς Il.15.472; ταρφέες κεραυνοί Hes.Th.693; ταρφέα δράγματα Il.11.69: neut. pl. ταρφέα as adverb, ofttimes, often, 12.47, 13.718, 22.142, Od.8.379: regul. Adv. ταρφέως B.12.86:—Hom. also has a fem. nom. ταρφειαί and acc. ταρφειάς, so accented by Aristarch. and found in most codd., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, Il. 19.357,359; ταρφειὰς [νιφάδας] 12.158; ταρφείας was prescribed (prob. wrongly) by D.T.ap.Hdn.Gr.2.81 in Il.12.158. (Cf. τάρφος).

German (Pape)

[Seite 1072] εῖα, ύ, dicht, häufig; Hom. ταρφέες ἰοί, Il. 11, 387. 15, 472 Od. 22, 246; κεραυνοί, Hes. Th. 693; ταρφέα δράγματα, Il. 11, 69; ταρφέα adverbial, dicht, häufig, oft, 12, 47. 13, 718. 22, 142 Od. 8, 379; ταρφειαί s. unter ταρφειός; – Aesch. braucht es auch als adj. 2 Endgn, ταρφὺς θρίξ, Spt. 517; ταρφέος ἐχέτλης, Orak. bei Luc. Iov. trag. 31.

French (Bailly abrégé)

au sg. seul. fém. ταρφύς ; d'ord. au pl. ταρφέες, ταρφειαί, ταρφέα;
dense, serré, épais ; adv. • ταρφέα fréquemment, souvent.
Étymologie: τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ταρφύς: ταρφεῖα (Aesch. ταρφύς), ταρφύ (pl. f тж. ταρφειαί) частый, густой (ἰοί Hom.; θρίξ Aesch.): τὰ δράγματα ταρφέα πίπτει Hom. охапка падает за охапкой.

Greek (Liddell-Scott)

ταρφύς: -εῖα, ύ, ἀλλὰ θηλ. ταρφὺς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 535· - πυκνός, συμπεπυκνωμένος, ταρφὺς θρὶξ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ταρφέος ἐχέτλης Χρησμ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδῷ 31· - ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀρσ. καὶ οὐδ., ὡς τὸ Λατ. frequentes, ταρφέες ἰοὶ Ἰλ. Λ. 387, Ὀδ. Χ. 246· ταρφέας ἰοὺς Ἰλ. Ο. 472· ταρφέες κεραυνοὶ Ἡσ. Θ. 693· ταρφέα δράματα Ἰλ. Λ. 69· οὐδ. πληθ. ταρφέα ὡς ἐπίρρ., συχνάκις, πολλάκις, Μ. 47, Ν. 718, Χ. 142, Ὀδ. Θ. 379. - Ὁ Ὅμηρ. ὡσαύτως ἐν Ἰλ. ἔχει θηλ. ταρφειαί, ὅπερ οὕτω γραφόμενον (οὕτως ὁ Ἀρίσταρ. ἔγραφεν αὐτὸ) ἀνήκει εἰς ὀνομαστ. ταρφειὸς (ὡς τὸ θαμειὸς καὶ θαμέες, ἅπερ εἶναι τύποι παράλληλοι), ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, Ἰλ. Μ. 158, Τ. 357, 359· ἀλλ’ ἕτεροι γράφουσι ταρφεῖαι ἐκ τοῦ ταρφύς, Spitzn. εἰς Ἰλ. Μ. 158. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΤΡΕΦ, τρέφω).

Greek Monolingual

-εῖα, -ύ, θηλ. και ταρφύς, Α
1. (στον Όμ. μόνο το αρσ. και το ουδ.) πυκνός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ταρφέα
πολλές φορές, συχνά
3. (το ουδ. πληθ.) (κατά τον Ησύχ.) «συνεχῆ, ξηρά. ὀξέα. τραχέα».
επίρρ...
ταρφέως Α
πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος.

Greek Monotonic

ταρφύς: -εῖα (ή -ύς), -ύ (τρέφω), πυκνός, συμπυκνωμένος, σε Αισχύλ.· πληθ. αρσ. και ουδ., όπως το Λατ. frequentes, ταρφέες ἰοί, πολλά βέλη που εκτοξεύονται μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.· ταρφέα δράγματα, στο ίδ.· πληθ. ουδ. ταρφέα, ως επίρρ., συχνά, σε Όμηρ.· το ταρφειαί στην Ιλ. πρέπει να ανήκει στην ονομ. ταρφειός, αλλιώς γράφουμε ταρφεῖαι από το ταρφύς.

Middle Liddell

thick, close, Aesch.; pl. masc. and neut., like Lat. frequentes, ταρφέες ἰοί thick-flying arrows, Il.; ταρφέα δράγματα Il.:— neut. pl. ταρφέα as adv. ofttimes, often, Hom.:— ταρφειαί in Il. must belong to a nom. ταρφειός, unless we write ταρφεῖαι, from ταρφύς.