χαυνόπρωκτος

Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A wide-breeched, ib.104.

German (Pape)

[Seite 1341] mit schlaffem, weitem Hintern, durch unnatürliche Wollust erschlafft, Ar. Ach. 106.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνόπρωκτος: -ον, ὁ χαυνωθεὶς τὸν πρωκτόν, κίναιδος, ἔκλυτος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐρύπρωκτος.
Étymologie: χαῦνος, πρωκτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κωμική λ.) κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ-πρωκτος, εὐρύ-πρωκτος)].

Greek Monotonic

χαυνόπρωκτος: -ον, κίναιδος, έκλυτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χαυνόπρωκτος: hianti podice, т. е. предающийся противоестественному разврату Arph.

Middle Liddell

χαυνό-πρωκτος, ον,
wide-breeched, Ar.