Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έκλυτος

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκλυτος, -ον)
1. εξασθενημένος, άτονος
2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς
έκλυτος βίος»)
αρχ.
1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός
2. αδύνατος, ασθενικός
3. ήπιος, μαλακός.