χόλιος

Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

α, ον,

   A angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).

Greek (Liddell-Scott)

χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.

Greek Monotonic

χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χόλιος: и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.

Middle Liddell

χόλιος, η, ον χόλος
raging, angry, Anth.