χλαμυδουργός

Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of χλαμύδες, Poll.7.159.

German (Pape)

[Seite 1358] wie χλαμυδοποιός, Reitermäntel verfertigend.

Greek (Liddell-Scott)

χλᾰμῠδουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων χλαμύδας, Πολυδ. Ζ΄, 159.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fabricant de chlamydes.
Étymologie: χλαμύς, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής χλαμύδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, -ύδος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

χλᾰμῠδουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει χλαμύδες.

Middle Liddell

χλᾰμῠδουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a maker of χλαμύδες.