κενολόγος
German (Pape)
[Seite 1417] leeres Geschwätz vorbringend.
Greek (Liddell-Scott)
κενολόγος: -ον, ὁ κενά, μάταια, ἀνόητα λέγων, φλύαρος, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dit des choses vaines ou frivoles.
Étymologie: κενός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ κενολόγος, -ον)
αυτός που μιλά χωρίς νόημα, ματαιολόγος, αερολόγος, μωρολόγος, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. κουφο-λόγος, λεπτο-λόγος.
Greek Monotonic
κενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.