κρυφῆ
German (Pape)
[Seite 1516] heimlich, wie κρύφα; κρυφῆ δὲ κεῦθε Soph. Ant. 85, öfter; Xen. Conv. 5, 8; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφῆ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) ὡς τὸ κρύφα, «λάθρα, ἀδήλως, κρυπτῶς» (Ἡσύχ.), Σοφ. Ἀντ. 85, 291, 1254, Ξεν. Συμπ. 5. 8· Δωρ. κρυφᾶ ὃ ἴδε.
English (Strong)
Greek Monotonic
κρῠφῆ: επίρρ. (κρύπ-τω) = κρύβδην, σε Σοφ., Ξεν.