κρύβδα

Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv., (κρύπτω)

   A without the knowledge of, c. gen., κ. Διός Il.18.168; Ὀρέστου κ. A.Ch.177.    2 abs., secretly, Pi.P.4.114.

Greek (Liddell-Scott)

κρύβδᾰ: Ἐπιρρ. (κρύπτω) κρυφίως, ἄνευ τῆς γνώσεώς τινος, κρύβδα Διός, Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ κρύβδην, κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : κρύβδα τινός IL à l’insu de qqn.
Étymologie: cf. κρύβδην.

English (Autenrieth)

secretly.

English (Slater)

κρύβδᾰ
   1 secretlyκρύβδα πέμπον (sc. με) σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (byz.: κρύβδαν codd.) (P. 4.114)

Greek Monolingual

κρύβδα (Α)
επίρρ. βλ. κρύβδην.

Greek Monotonic

κρύβδᾰ: επίρρ. (κρύπ-τω),
1. χωρίς τη γνώση του, κρύβδα Διός, Λατ. clam Fove, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., όπως το κρύβδην, κρυφά, μυστικά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κρύβδᾰ: I adv. тайком, втайне: Ὀρέστου κ. δῶρον Aesch. тайное подношение Ореста.
II в знач. praep. cum gen. тайком от, втайне от, без ведома (Διός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύβδα [κρύπτω] adv., heimelijk; met gen. buiten medeweten van.

Middle Liddell

κρύπτω
1. without the knowledge of, κρύβδα Διός, Lat. clam Jove, Il.
2. absol., like κρύβδην, secretly, Pind.