λόχονδε

Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv.,

   A v. λόχος 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

λόχονδε: Ἐπίρρ., ἴδε λόχος Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
pour aller en embuscade.
Étymologie: λόχος, -δε.

Greek Monolingual

λόχονδε (Α)
επίρρ. για ενέδρα, για καρτέριοὔτε λόχονδ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. -δε].

Greek Monotonic

λόχονδε: επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας ενέδρα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λόχονδε: adv.
1) в засаду (ἰέναι Hom.);
2) для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.).

Middle Liddell

to ambush, for an ambuscade, Hom.