μαλθακία

Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A = μαλακία, Pl.R.590b.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.

Greek Monolingual

μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.

Greek Monotonic

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκία, ἡ, = μαλακία, Plat.]