μαρμαρόεις

Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν S.Ant.610 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρόεις: εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 610.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: μάρμαρος.

Greek Monolingual

μαρμαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μαρμάρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

μαρμᾰρόεις: -εσσα, -εν, = μαρμάρεος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (Ὀλύμπου αἴγλα Soph.).

Middle Liddell

μαρμᾰρόεις, εσσα, εν = μαρμάρεος, Soph.]