αἴγλα

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

English (Slater)

αἴγλα (-α, -αν.)
   1 radiance, brilliance
   a lit. ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν i. e. of day (N. 1.35)
   b met. brilliance, glory πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται (O. 13.36) κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις (P. 3.73) ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν (P. 8.96)

Russian (Dvoretsky)

αἴγλα: ἡ дор. = αἴγλη.