λυροθελγής

Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ές,

   A charmed by the lyre, AP9.250 (Honest.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠροθελγής: -ές, ὑπὸ τῆς λύρας θελγόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 250.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que charment les sons de la lyre.
Étymologie: λύρα, θέλγω.

Greek Monolingual

λυροθελγής, -ές (Α)
αυτός που θέλγεται από το άκουσμα της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. παν-θελγής, φρενο-θελγής].

Greek Monotonic

λῠροθελγής: -ές (θέλγω), αυτός που θέλγεται από τη λύρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠροθελγής: зачарованный звуками лиры Anth.

Middle Liddell

λῠρο-θελγής, ές θέλγω
charmed by the lyre, Anth.