οἰνοποτάζω

Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A drink wine, Il.20.84, Od.6.309, 20.262, Anacr.94.1, Phoc.11.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοποτάζω: πίνω οἶνον, Ἰλ. Υ. 84, Ὀδ. Ζ. 309, Υ. 262, Ἀνακρ. 94, Φωκυλ. 11· - οὕτως, οἰνοποτέω, Ἀθήν. 460C, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄, 4).

French (Bailly abrégé)

boire du vin.
Étymologie: οἰνοπότης.

English (Autenrieth)

quaff wine.

Greek Monolingual

οἰνοποτάζω (Α) οινοπότης
(ποιητ. παλαιότ. τ. του οἰνοποτῶ) πίνω κρασί.

Greek Monotonic

οἰνοποτάζω: (ποτόν), μόνο στον ενεστ., πίνω κρασί, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοποτάζω: пить вино Hom., Anacr.

Middle Liddell

οἰνο-ποτάζω, ποτόν only in pres.]
to drink wine, Hom.