οινοπότης

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)
αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που του αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γαλακτοπότης.