Ὀλυμπιακός

Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ή, όν,

   A Olympian, ὄρος X.HG7.4.14 ; ἔτος ib.28 ; ἐκεχειρία Arist.Fr.533 ; νῖκαι Jul.Or.2.83b.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἀγὼν Θουκ. 1. 6· ἐκεχειρία Ἀριστ. Ἀποσπ. 490· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, ἐκράτουν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ὄρους (δηλ. τοῦ Κρονίου) Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. Ὀλυμπικός.
Étymologie: Ὀλύμπια.

Greek Monotonic

Ὀλυμπιακός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπιακός: Thuc., Xen. = Ὀλυμπικός.

Middle Liddell

Ὀλυμπιακός, ή, όν
Olympian, Thuc., Xen.