παλιμμήκης

Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ες,

   A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.

Greek Monolingual

παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμμήκης -ες [πάλιν, μῆκος] dubbel zo lang:. χρόνος tijd Aeschl. Ag. 196.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμμήκης: двойной продолжительности, удвоенный (χρόνος Aesch.).

Middle Liddell

πᾰλιμ-μήκης, ες μῆκος
doubly long, Aesch.