παλλακίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of παλλακίς, Plu.2.789b.
German (Pape)
[Seite 452] τό, dim. von παλλακή, Plut. an seni ger. resp. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παλλᾰκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ παλλακίς, Πλούτ. 2. 789Β.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de παλλακή.
Greek Monolingual
παλλακίδιον, τὸ (Α) παλλακίς, -ίδος]
(υποκορ. του παλλακίς) μικρή, νεαρή παλλακίδα.
Greek Monotonic
παλλᾰκίδιον: τό, υποκορ. του παλλακίς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παλλᾰκίδιον: τό молоденькая наложница Plut.
Middle Liddell
παλλᾰκίδιον, ου, τό, [Dim. of παλλακίς, Plut.]