παλιμπρυμνηδόν

Revision as of 05:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv.

   A stern-foremost, E.IT1395, from Hsch., who expl. it οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.

German (Pape)

[Seite 449] rückwärts, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπρυμνηδόν: Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἑρμηνεύει: οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec la poupe retournée, à reculons.
Étymologie: πάλιν, πρύμνα, -δον.

Greek Monolingual

παλιμπρυμνηδόν (Α)
επίρρ. (για πλοίο) με την πρύμνη προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρυμνηδόν].

Greek Monotonic

πᾰλιμπρυμνηδόν: (πρύμνα), επίρρ., με την πρύμνη προς τα εμπρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπρυμνηδόν: adv. кормою вперед (ὠθεῖν Eur.).

Middle Liddell

πρύμνα
stern-foremost, Eur.