πινακίς

Revision as of 05:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = foreg. 1.3, Philyll.11, Machoap.Ath.13.582c; in the Kingdom of Bosporus, ἐπὶ τῆς π., as title, prob. in IPE2.29.29 (Panticapaeum, iii A. D.), cf. BMus.Inscr.183 (πινακεῖδος): pl., π. Ἑλληνικαί

   A codicils in Greek, PGnom.36 (ii A. D.).    2 in pl., tablets, Plu.TG6, Id.2.47e, Arr.Epict. 1.10.5.    II a kind of dance, Poll.4.103, Ath.14.629f.

German (Pape)

[Seite 616] ἡ, = πινακίδιον, u. im plur., wie δέλτοι, Diplome, codicilli, Plut. T. Graech. 6; vgl. Spohn de extr. Od. parte p. 175.

Greek (Liddell-Scott)

πινᾰκίς: -ίδος, ἡ, = πινάκιον Ι. 4, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 3, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582C. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ δέλτοι, πινακίδες, Λατ. codicilli, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6, ὁ αὐτ. 2. 47Ε. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F, Πολυδ. Δ΄ 103.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tablette pour écrire.
Étymologie: πίναξ.

Spanish

tablilla

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. πινακίδα.

Greek Monotonic

πῐνᾰκίς: -ίδος, ἡ, = πινάκιον, στον πληθ., οι πίνακες, τα πλακίδια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πῐνᾰκίς: ίδος (ῐδ) ἡ дощечка для записей, писчая табличка (πινακίδες χαλκαῖ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινακίς -ίδος, ἡ, demin. van πίναξ, schrijftablet.

Middle Liddell

πῐνᾰκίς, ίδος, ἡ, = πινάκιον
in pl., tablets, Plut.