πολύγλευκος

Revision as of 05:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A abounding in sweet juice, βότρυς AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

πολύγλευκος: -ον, ὁ περιέχων ἢ παράγων πολὺ γλεῦκος, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 238.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au moût abondant.
Étymologie: πολύς, γλεῦκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο
2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [[[εἰμί]]] βότρυος», Απολλωνίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει-γλεύκος)].

Greek Monotonic

πολύγλευκος: αυτός που έχει άφθονο μούστο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύγλευκος: дающий много сусла, очень сочный (βότρυς Anth.).

Middle Liddell

πολύ-γλευκος, ον,
abounding in new wine, Anth.