βουθερής

Revision as of 06:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ές,

   A affording summer-pasture, λειμών S.Tr.188.

German (Pape)

[Seite 456] ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.

Greek (Liddell-Scott)

βουθερής: -ές, ὁ παρέχων βοσκὴν θερινήν, λειμὼν Σοφ. Τρ. 188.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où paissent les bœufs durant l’été, ou simpl. où paissent les bœufs, qui nourrit les bœufs.
Étymologie: βοῦς, θέρος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): βούθοροι Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano λειμών S.Tr.188, cf. βουθερεῖ, βούθοροι Hsch.

Greek Monolingual

βουθερής, -ές (Α)
(λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θερής < θέρος.

Greek Monotonic

βουθερής: -ές (θέρος), αυτός που παρέχει θερινή βοσκή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βουθερής: служащий летним пастбищем для скота (λειμών Soph.).

Middle Liddell

θέρος
affording summer-pasture, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουθερής -ές βοῦς, θέρος waar runderen in de zomer verblijven :. ἐν βουθερεῖ λειμῶνι in een zomerweide voor runderen Soph. Tr. 188.