γλισχρότης

Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A stickiness, Arist.HA517b28, Thphr.CP1.6.4, etc.; slipperiness, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29.    II metaph., parsimony, stinginess, opp. τρυφή, Arist.Pol.1326b38; meanness, Plu. Them.5, 2.125e.    2 γ. ὀνομάτων the 'birdlime' of verbiage (as clogging the intelligence), Ph.1.146.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., φειδωλία, μικρολογία, μικροπρέπεια, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, ἀθλιότης, Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
subtilité, esprit de chicane.
Étymologie: γλίσχρος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 viscosidad, substancia viscosa u oleaginosa ἔνεστι δ' ἐν τοῖς δέρμασι πᾶσι γ. μυξώδης Arist.HA 517b28, γ. χυμῶν Gal.9.745, ref. a un ungüento, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29, Gal.17(2).46, Thphr.CP 1.6.4.
2 fig. tacañería, avaricia, mezquindad op. τρυφή Arist.Pol.1326b38, μικρολογία καὶ γ. Plu.2.125e, Them.5
meticulosidad ὀνομάτων Ph.1.146.

Russian (Dvoretsky)

γλισχρότης: ητος ἡ
1) тягучесть, густота (τοῦ ἐλαίου Arst.);
2) вязкость, клейкость (μυξώδης Arst.);
3) скупость, скаредность Arst.;
4) мелочность, придирчивость (γ. καὶ μικρολογία Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλισχρότης -ητος, ἡ γλίσχρος kleverigheid; overdr. gierigheid, krenterigheid.