μικροπρέπεια

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροπρέπεια Medium diacritics: μικροπρέπεια Low diacritics: μικροπρέπεια Capitals: ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: mikroprépeia Transliteration B: mikroprepeia Transliteration C: mikroprepeia Beta Code: mikropre/peia

English (LSJ)

ἡ,
A meanness, shabbiness, Arist.Rh.1366b19, EN1107b20, 1122a30, Jul.Mis.339b, Hierocl. in CA17p.459M.
II triviality, Demetr.Eloc.83.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Wesen, die Handlungsweise des μικροπρεπής, Gegensatz der μεγαλοπρέπεια u. ἐλευθεριότης; Arist. Eth. 4, 2. 2, 7 u. öfter; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
petitesse d'esprit ou de caractère, mesquinerie, esprit de chicane.
Étymologie: μικροπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροπρέπεια:мелочность, крохоборство Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροπρέπεια: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικροπρεποῦς, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 12, Ἠθ. Ν. 2. 7, 6, 4. 2, 4.

Greek Monolingual

η (Α μικροπρέπεια και μτγν. τ. σμικροπρέπεια) μικροπρεπής
1. ο χαρακτήρας του μικροπρεπούς, το να κάνει κανείς πράγματα που ταιριάζουν σε ασήμαντους ή ποταπούς ανθρώπους, αναξιοπρέπεια, ευτέλεια χαρακτήρα
2. χυδαιότητα, προστυχιά
αρχ.
1. το τετριμμένο
2. τσιγγουνιά
3. δουλοπρέπεια, ανελεύθερη συμπεριφορά.

Greek Monotonic

μῑκροπρέπεια: ἡ, ο χαρακτήρας του μικροπρεπή, τσιγκούνης, μικροπρεπής, σε Αριστ.

Middle Liddell

μῑκροπρέπεια, ἡ,
the character of a μικροπρεπής, meanness, shabbiness, Arist.