μικροπρέπεια
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ,
A meanness, shabbiness, Arist.Rh.1366b19, EN1107b20, 1122a30, Jul.Mis.339b, Hierocl. in CA17p.459M.
II triviality, Demetr.Eloc.83.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Wesen, die Handlungsweise des μικροπρεπής, Gegensatz der μεγαλοπρέπεια u. ἐλευθεριότης; Arist. Eth. 4, 2. 2, 7 u. öfter; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
petitesse d'esprit ou de caractère, mesquinerie, esprit de chicane.
Étymologie: μικροπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
μῑκροπρέπεια: ἡ мелочность, крохоборство Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροπρέπεια: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικροπρεποῦς, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 12, Ἠθ. Ν. 2. 7, 6, 4. 2, 4.
Greek Monolingual
η (Α μικροπρέπεια και μτγν. τ. σμικροπρέπεια) μικροπρεπής
1. ο χαρακτήρας του μικροπρεπούς, το να κάνει κανείς πράγματα που ταιριάζουν σε ασήμαντους ή ποταπούς ανθρώπους, αναξιοπρέπεια, ευτέλεια χαρακτήρα
2. χυδαιότητα, προστυχιά
αρχ.
1. το τετριμμένο
2. τσιγγουνιά
3. δουλοπρέπεια, ανελεύθερη συμπεριφορά.
Greek Monotonic
μῑκροπρέπεια: ἡ, ο χαρακτήρας του μικροπρεπή, τσιγκούνης, μικροπρεπής, σε Αριστ.
Middle Liddell
μῑκροπρέπεια, ἡ,
the character of a μικροπρεπής, meanness, shabbiness, Arist.